- μεταχειριζόμενος
- μεταχειρίζομαιtake in handpres part mp masc nom sgμεταχειρίζωtake in handpres part mp masc nom sgμεταχειρίζωtake in handpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιαιοκλώψ — ( ῶπος), ο (Α) αυτός που κλέβει μεταχειριζόμενος βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίαιος + κλωψ «κλέφτης»] … Dictionary of Greek
προσβιάζομαι — Α 1. αναγκάζω, βιάζω κάποιον 2. μεταχειρίζομαι βία («ὅταν τις προσβιάζηται πλεονάκις χρώμενος τῷ ἀφροδισιάζειν», Αριστοτ.) 3. παθ. πιέζομαι ισχυρά («καί τι αὐτῶν μέρος οὐκ ὀλίγον προσβιασθέν», Θουκ.) 4. διευκολύνω τοκετό μεταχειριζόμενος δύναμη 5 … Dictionary of Greek